- αποδιοπόμπησις
- ἀποδιοπόμπησις, η (Α)η προσφορά εξιλαστήριας θυσίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδιοπόμπησις — offering of an expiatory sacrifice fem nom sg ἀποδιοπομπήσις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιοπομπήσεις — ἀποδιοπόμπησις offering of an expiatory sacrifice fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδιοπόμπησις offering of an expiatory sacrifice fem nom/acc pl (attic) ἀποδιοπομπήσις fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδιοπομπήσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)